-
1 κύμβαλα
κύμβαλονcymbal: neut nom /voc /acc pl -
2 κύμβαλ'
κύμβαλα, κύμβαλονcymbal: neut nom /voc /acc pl -
3 περί-κροτος
περί-κροτος, rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.
-
4 χαλκό-κτυπος
χαλκό-κτυπος, = χαλκόκροτος, κύμβαλα Diog. bei Ath. XIV, 636 a.
-
5 χαλκεό-νωτος
χαλκεό-νωτος, mit ehernem od. kupfernem Rücken, κύμβαλα Nonn. D. 10, 388.
-
6 κοιλο-χείλης
κοιλο-χείλης, ες, mit hohlem Rande, κύμβαλα Philp. 6 (VI, 94).
-
7 ὀξύ-φθογγος
ὀξύ-φθογγος, scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).
-
8 ὀξύ-δουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone, κύμβαλα, Philp. 6 (VI, 94).
-
9 ἀ-κρότητος
-
10 ἐπι-κροτέω
ἐπι-κροτέω, dabei Geräusch machen, rasseln; ἅρματα ἐπικροτέοντα, daherrasselnde Wagen, Hes. Sc. 308; τοῖς ὀδοῦσι, mit den Zähnen klappern, Luc. Philopatr. 21; – τὼ χεῖρε, die Hände zusammenschlagen, um Beifall zu klatschen, Synes.; u. ohne den Zusatz, ἐξάραντες ἐπικροτήσατε Menand. bei Schol. Ar. Plut. 689; τινί, Luc. Char. 8; Plut. Anton. 12; aber τοῖς δακτύλοις = dazu mit den Fingern ein Schnippchen schlagen, Ath. XII, 530 b. – Auch ἄκραν τὴν ὁπλὴν τῇ γῇ, darauf schlagen, Heliod.; τὰ κύμβαλα, die Cymbeln dazu schlagen, Alciphr. 1, 12.
-
11 κοιλοχειλης
-
12 οξυδουπος
-
13 οξυφθογγος
-
14 тарелка
1. тех. ο δίσκος 2. (столовая посуда) το πιάτο 3. -и муз. τα κύμβαλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тарелка
-
15 тарелка
тарелк||аж1. τό πιάτο:глубокая \тарелка τό βαθύ πιάτο· мелкая \тарелка τό ρηχό πιάτο· десертная \тарелка τό πιατάκι· съесть полную \тарелкау су́па τρώγω ἕνα ὁλόκληρο πιάτο σούπά2. \тарелкаи мн. муз. τά κύμβαλα· ◊ быть не в своей \тарелкае разг δέν εἶμαι στά κέφια μου. -
16 χαλκόκροτος
χαλκόκροτος, -ον1 with rattling bronze χαλκοκρότου Δαμάτερος (παρὰ τὰ ἐπικτυποῦντα ἐν ταῖς τελεταῖς τῆς Δήμητρος κύμβαλα Σ.) I. 7.3 -
17 тарелка
-и θ.1. πιάτο, πινάκιο. || μερίδα φαγητού, ένα πιάτο φαγητό•он четыре -и съел αυτός έφαγε τέσσερα πιάτα (φαγητό)..
2. πλθ. -и τα κύμβαλα (μουσικό όργανο).3. κάθε αντικείμενο πι,νακοειδές.εκφρ.быть не в своей -е – δεν έχω κέφι. -
18 εὔηχος
εὔηχ-ος, ον, -
19 κοιλοχείλης
κοιλο-χείλης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλοχείλης
-
20 κύφαλα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύμβαλα — κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμβαλ' — κύμβαλα , κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυμβαλίζω — (Α) ξεκουφαίνω κάποιον κρούοντας κύμβαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυμβαλίζω «κρούω κύμβαλα»] … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
ντέφι — Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή… … Dictionary of Greek
Кимвал — Классификация Ударный музыкальный инструмент, Идиофон Связанные статьи Тала Кимвал (греч. κύμβαλον, лат. cymbălum), употребля … Википедия
BALATOR — in Appendice ad Chron. Leodiense A. C. 1374. apud Labeum Tom. 1. Bibl. p. 408. vel. ut est in Notis Tyronis, Ballator, saltator est. Unde Balatio, saltatio in Glossis Isidori; et Ballematium seu Ballisteum, chorea seu cantilena, ad quam saltatur … Hofmann J. Lexicon universale
επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… … Dictionary of Greek
κλαπατσίμπαλα — τα 1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά. 2. (γενικά) τα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον] … Dictionary of Greek
κοιλοχείλης — κοιλοχείλης, ες (Α) (για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < χείλης (< χείλη, πληθ. τού χεῖλος), πρβλ. κοψο χείλης, σφιχτο χείλης] … Dictionary of Greek