Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ κύμβαλα

См. также в других словарях:

  • κύμβαλα — κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαλ' — κύμβαλα , κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακυμβαλίζω — (Α) ξεκουφαίνω κάποιον κρούοντας κύμβαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυμβαλίζω «κρούω κύμβαλα»] …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • ντέφι — Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή… …   Dictionary of Greek

  • Кимвал — Классификация Ударный музыкальный инструмент, Идиофон Связанные статьи Тала Кимвал (греч. κύμβαλον, лат. cymbălum), употребля …   Википедия

  • BALATOR — in Appendice ad Chron. Leodiense A. C. 1374. apud Labeum Tom. 1. Bibl. p. 408. vel. ut est in Notis Tyronis, Ballator, saltator est. Unde Balatio, saltatio in Glossis Isidori; et Ballematium seu Ballisteum, chorea seu cantilena, ad quam saltatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… …   Dictionary of Greek

  • κλαπατσίμπαλα — τα 1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά. 2. (γενικά) τα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον] …   Dictionary of Greek

  • κοιλοχείλης — κοιλοχείλης, ες (Α) (για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < χείλης (< χείλη, πληθ. τού χεῖλος), πρβλ. κοψο χείλης, σφιχτο χείλης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»